ίλος

ίλος
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρδανου και της κόρης του Τεύκρου, Βάτειας. Όταν πέθανε o πατέρας του, βασίλεψε στη Δαρδανία και άφησε τον θρόνο στον αδελφό του Εριχθόνιο, γιατί δεν είχε παιδιά. 2. Ιδρυτής και επώνυμος ήρωας του Ιλίου, στην Τρωάδα. Ήταν γιος του Τρώα και της Καλλιρρόης. 3. Γιος του Μέρμερου, από τον οποίο ζήτησε ο Οδυσσέας φάρμακα για vα αλείψει τα βέλη του και να τα κάνει δηλητηριώδη. Καταγόταν από την Έφυρα, πόλη περίφημη για την κατασκευή δηλητηρίων.
* * *
(I)
ὁ, Α
1. καθετί που αποσπάται με βίαιο τρόπο και, κυρίως, λεπτό χνούδι
2. στον πληθ. oἱ τίλοι
οι λεπτές τρίχες τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἴλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἶλος — Ἶ̱λος , Ἶλος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴλοιο — Ἴλος masc gen sg (epic) Ἴ̱λοιο , Ἶλος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴλου — Ἴλος masc gen sg Ἴ̱λου , Ἶλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴλως — Ἴλος masc acc pl (doric) Ἴ̱λως , Ἶλος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴλῳ — Ἴλος masc dat sg Ἴ̱λῳ , Ἶλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴλον — Ἴλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγίλος — ὁ, Α άγνωστο είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. πτηνού, η οποία εμφανίζει επίθημα ίλος, όπως και άλλα ον. πτηνών (πρβλ. ὀρχ ίλος, σποργ ίλος, τροχ ίλος). Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *bher (e)g «γαβγίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • πυρρούλας — ο, ΝΑ, και πύρρουλας Ν ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τεσσάρων ειδών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας fringillidae, δύο από τα οποία απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυρρούλας σχηματίστηκε < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» (πρβλ. πύρρα) με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”